μαρτιανός

μαρτιανός
η , ο , μαρτιάτικος, η , ο мартовский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μαρτιανός" в других словарях:

  • Μαρτιανός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρτιανός Καπέλλας — Βλ. λ. Καπέλλας Μαρτιανός …   Dictionary of Greek

  • Καπέλλας Μαρτιανός — (5ος αι. μ.Χ.). Λατίνος συγγραφέας και φιλόσοφος. Έγραψε το έργο Σατυρικόν, που αποτελούσε συγκέντρωση των εγκυκλοπαιδικών γνώσεων της εποχής του και απαρτιζόταν από 9 βιβλία …   Dictionary of Greek

  • Μαρτιανοῦ — Μαρτιανός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρτιανῷ — Μαρτιανός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρτιάτικος — η, ο και μαρτιανός, ή, ό [Μάρτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Μάρτιο («μαρτιάτικη μέρα») 2. το ουδ. ως ουσ. το μαρτιάτικο βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Erigeron crispus, τού γένους Ηριγέρων, καθώς και τού φυτού Senecio vulgaris,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»